- μετρικός
- -ή, -ό (Α μετρικός, -ή, -όν) [μέτρον]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.)2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικόςαυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη μετρική, στα μέτρα τής ποίησης («ποίας δὲ ταῡτα καὶ πόσας καὶ τίνας ἔχει διαφοράς, δεῑ πυνθάνεσθαι παρὰ τῶν μετρικῶν», Αριστοτ.)3. το θηλ. ως ουσ. η μετρικήα) η προσωδίαβ) η τέχνη τής στιχουργίας, η οποία περιλαμβάνει, πρώτο, την προσωδία, δεύτερο, τη θεωρία που αναλύει τα είδη τών μέτρων, τους τρόπους κατά τους οποίους συμπλέκονται οι μακρές με τις βραχείες συλλαβές για να γίνουν οι μετρικοί πόδες, τους συνδυασμούς, και, τρίτο τη στροφική4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μέτρα, στις μονάδες μέτρησης ή αυτός που ορίζεται με μονάδες μέτρησης5. φρ. «μετρικός πους» — η βασική μετρική μονάδα στην ποίησηνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτρο ως μονάδα μέτρησης («μετρικό σύστημα» — το σύστημα μέτρων και σταθμών που έχει ως βάση του το μέτρο)2. το θηλ. ως ουσ. α) η επιστήμη η οποία ερευνά τους στιχουργικούς κανόνες και νόμους και τα σχετικά με την εφαρμογή τουςβ) το σύνολο τών νόμων και τών κανόνων οι οποίοι διέπουν την τέχνη τής στιχουργίαςγ) τα μέτρα στα οποία έχει συντεθεί ένα ποίημα ή τα ποιήματα ενός ποιητή («η μετρική τού ποιήματος είναι άψογη»)2. φρ. α) «μετρική μονάδα» — μονάδα που λαμβάνεται ως βάση για τη μέτρηση ομοειδών αντικειμένωνβ) «μετρική διασκέλιση» — η εξάπλωση τού νοήματος ενός στίχου και στην αρχή τού επομένουγ) «νεοελληνική μετρική-στιχουργική» — η στιχουργική τέχνη τού νεοελληνικού ομοιοκατάληκτου και ανομοιοκατάληκτου μετρικού στίχουδ) «μετρικός τόννος» — ο τόννος που έχει μάζα 1.000 χιλιογράμμωνε) μαθημ. «μετρική γεωμετρία» — γεωμετρία η οποια είναι προσκολλημένη στις αμετάβλητες ιδιότητες για την ομάδα τών μεταθέσεων και η οποία αποκαθιστά μετρικές σχέσεις, δηλ. σχέσεις μεταξύ γωνιών και αποστάσεωναρχ.1. μετριακός*2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετρικάη προσωδία.επίρρ...μετρικώς και -ά (Α μετρικῶς)σύμφωνα με τους κανόνες τής μετρικής, από μετρική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.